- χιονίζω
- ΝΜΑ [χιών, χιόνος]1. καλύπτω με χιόνι2. (ως τριτοπρόσ.) χιονίζειρίχνει χιόνι, πέφτει χιόνι (α. «έχει καιρό να χιονίσει» β. «ὥστε εἰ ἐχιόνιζε, ὕετο ἄν ταῡτα τὰ χωρία», Ηρόδ.)3. μτφ. καθιστώ κάτι λευκό σαν το χιόνινεοελλ.1. (αμτβ.) είμαι λευκός σαν το χιόνι («τις στέγες που χιονίζουνε περιστεριών φτερούγες», Πορφυρ.)2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) χιονισμένος, -η, -οκαλυμμένος με χιόνι («χιονισμένα βουνά»)αρχ.παθ. χιονίζομαιμετατρέπομαι σε χιόνι.
Dictionary of Greek. 2013.